σόμαν

σόμαν
το, Ν
χημ. φωσφορούχα οργανική ένωση, γνωστή και ως μεθυλο-φθοροφωσφωνικός πινακοϋλεστέρας, άχρωμο και τοξικότατο για τον άνθρωπο και τα ζώα υγρό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”